Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

Πορνείον

lkj

Σήμερα το πρώι ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα,
πήγα στο μπάνιο, κατούρησα και έπλυνα τα δόντια
Μπορώ να πω πως με δυσκόλεψε η ανοιχτή η πόρτα,
να απεκκρίνω δεν κατάφερα αν και σφίχτηκα πολύ

Τ' απόβραδο κατέβηκα γοργά τις σκάλες να πάω στο γραφείο
αλλά πάτησα την γάτα μου, βλαστήμησα το Θείο
Πήγα στην αυλή να πάρω το δίκυκλο, το ποδοκίνητό μου
και ήταν ένα παλιοπερίστερο που ελάφραινε το έντερο του

Δεν μπόρεσα ν'αντισταθώ, ξαναβλαστήμησα το Θείο
και μου φώναξε η γειτόνισσα με πολλή χαιρεκακία
ότι το Θέιο τα πάντα βλέπει και θα με ρίξει στα θηρία
Το Θείο τα πάντα καταγράφει στο γραφειοκρατικό του αρχείο

Οδηγώντας το φιλικό προς το περιβάλλον όχημά μου
μια έτερη γαλή πετάχτηκε μπροστά μου
Κι εγώ ο άμοιρος εκτοξεύτηκα πολλά μέτρα μπροστά
κι έπεσα απάνω σε μιαν άτυχη γιαγιά

Τότε η γιαγιούλα άρχισε τις χριστοπαναγιές, 
τις βίντατζ τις βρισιές
Σηκώθηκα κι εγώ ο χιλιοχτυπημένος
Τίποτα δεν είπα, κοιτούσα σαστισμένος
Άλλη γιαγιά δεν είδα ποτέ μου τόσον οργισμένη, 
μου θύμιζε τη δικιά μου σαν ήταν μεθυσμένη

Αποφασισμένος, χωρίς να δίνω σημασία 
στο σαραβαλιασμέο μου ποδήλατο σκαρφάλωσα με κόπο
Να γελάω με τα σκατά μέσα μου βρήκα τότε τρόπο
Μετά μεγίστης προσπαθείας έφτασα επιτέλους στο πολυπόθητο σημείο.

Πάρκαρα και μπήκα μέσα, απολογήθηκα στ' αφεντικό:
"Σόρρυ, απ'το πρωί σήμερα όλο έχει βγεί στραβό"
Άλλαξα ρούχα, έβαλα κόκκινο κραγιόν και μαύρο κομπινεζόν
Και βγήκα έξω να ανάψω την ταμπέλα που φωτεινά διαφήμιζε το ταπεινό πορνείον.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2008

Το ποίημα του περιπλανόμενου γύφτου καλλιτέχνη

Γράφω ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες
Φτιάχνω κέικ, στιφάδα, κουραμπιέδες
Συνθέτω μελωδίες μοτσαρτικές
και ρίχνω και καλές κλανιές.
Πίνακες φτιάχνω κι αγάλματα πολλά
και όλα-όλα τα καλά.

Εδώ η καλή λογοτεχνία
Εδώ και η γαστρονομία
Εδώ η καλή η μουσική
και πάσα η καλλιτεχνία

Εκκολαπτόμενο Ταλέντο

Φαντάστηκα τον εαυτό μου σε ένα καταπράσινο λειβάδι γεμάτο γερασμένες πεταλούδες που άφηναν τις κουτσουλιές τους απάνω στα φρεσκοπλυμμένα και απλωμένα ασπρόρουχα μου. Η νύχτα μαύρισε τα μάτια μου και έκρυψε τις ευδιάκριτες ρυτίδες της νεαρής ηλικίας μου (Μας γέρασαν προώρως, Μπάμπη , το κατάλαβες;). Βούτηξα μες στη λίμνη που είχε γεύση πεθαμένου ψαριού, γιατί είχα απίστευτο θυμό μέσα μου και τα λέπια μου διαλύθηκαν στο όξινο νερό. Η λίμνη μου έδωσε το λογοτεχνικό τούτο έναυσμα και με οδήγησε στο να καταγράψω όσα υπήρχαν μέσα μου εκείνη τη σκατένια στιγμή της βουτιάς μου, που δεν ξέρω πόσο κράτησε, αλλά ξέρω ότι προσποιήθηκε πως ήταν αιώνας.
Ουυυ... Έτσι αποφάσισα κι εγώ να γίνω λογοτέχνης και κάθε είδους καλλιτέχνης με αρχίδια μεγάλα, κρεμαστά και να κρίνω τους άλλους για να δείξω την ολοκληρωτική και ντροπιαστική ανωτερότητά μου (Να φοβάσαι, ω Καίσαρ, γαμώ!).



Τρελαίνομαι για την τέχνη. Μου παίρνει την ψυχή.