γυρνούσα σπίτι μου και ένας κύριος με χηνάκι όρμηξε απάνω μου και τράβηξε τη τσάντα μου. το πτηνό επιτάχυνε και η τσάντα κολλημένη στα μαλλιά μου με έσερνε πίσω από το όχημα. όταν γεμίζει το μυαλό μικρό
(τητες
) αρχίζει η άμμος να μπαίνει στην ίριδα και να κολλάει στα τριχίδια της μύτης και να κρύβεται στις πτυχές τις γλώσσας. δεν θέλω σεξ όχι σου είπα δε σου χαρίζω το κορμί μου σταμάτα να χτυπάς χωρίς λόγο τα κατσαρολικά. ά! ναι δεν τα χτυπάς τα τακτοποιείς . ξέχασα. με κάνει να ντρέπομαι η αρρώστια
σου και δε θέλω απλα αν δε σαρεσει εδω δε θα παραδόσουμε τον χώρο αυτόν που τόσο αγαπαμε δε θέλω να γκρεμίσεις το φτερό το ξέρω έχει πολύ-λιακάδα σημερα και θαρρω θα μου περάσει [ι καλιιιιιιτερι_]